- κοιναισθησία
- η1. φυσιολ. το διάχυτο αίσθημα που έχει κάθε άτομο για τη σωματική του ύπαρξη ανεξάρτητα από τη συνδρομή τών αισθήσεων2. η αίσθηση τού ατόμου για την ανεξάρτητη ύπαρξή του η οποία προέρχεται από τη διάχυτη αισθαντικότητα τών ιστών και τών οργάνων και από την οποία εξαρτάται κατά πολύ η συνείδηση τού Εγώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cenesthesia (αντί τού ορθτ. coenesthaesia) < cen- (πρβλ. κοινός) + -esthesia (πρβλ. αισθησία)].
Dictionary of Greek. 2013.