κοιναισθησία

κοιναισθησία
η
1. φυσιολ. το διάχυτο αίσθημα που έχει κάθε άτομο για τη σωματική του ύπαρξη ανεξάρτητα από τη συνδρομή τών αισθήσεων
2. η αίσθηση τού ατόμου για την ανεξάρτητη ύπαρξή του η οποία προέρχεται από τη διάχυτη αισθαντικότητα τών ιστών και τών οργάνων και από την οποία εξαρτάται κατά πολύ η συνείδηση τού Εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cenesthesia (αντί τού ορθτ. coenesthaesia) < cen- (πρβλ. κοινός) + -esthesia (πρβλ. αισθησία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοιναισθητικός — και κοιναισθησιακός, ή, ό [κοιναισθησία] αυτός που αναφέρεται στην κοιναισθησία ή που προέρχεται από την κοιναισθησία («κοιναισθητικές παραισθήσεις») …   Dictionary of Greek

  • κοιναισθησιοπάθεια — η επώδυνη αντίληψη ή, συχνότερα, απλό αίσθημα ενόχλησης που συνήθως δεν εντοπίζεται σε ένα συγκεκριμένο όργανο και δεν έχει αντικειμενική οργανική βάση, για το μη πραγματικό τής οποίας έχει επίγνωση ο ασθενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”